ὑποσαρκίδιος

ὑποσαρκίδιος
ὑποσαρκίδιος
under the flesh
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποσαρκίδιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή από την σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάρξ, σαρκός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. περικνημ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑποσαρκίδιον — ὑποσαρκίδιος under the flesh masc/fem acc sg ὑποσαρκίδιος under the flesh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσαρκιδίους — ὑποσαρκίδιος under the flesh masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσάρκιος — ον, Α ὑποσαρκίδίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάρξ, σαρκός + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”